κοτσάρισμα

κοτσάρισμα
το, -ατος
συνάρτηση, προσκόλληση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοτσάρισμα — το [κοτσάρω] προσκόλληση, προσάρτηση, σύνδεση …   Dictionary of Greek

  • πλεύριση — πλεύριση, η και πλεύρισμα, το 1. το πλησίασμα του πλεούμενου στην ακτή ή σε άλλο πλεούμενο, το ζύγωμα, αλλιώς κοτσάρισμα: Η πλεύριση του πλοίου είναι δύσκολη με τη θαλασσοταραχή. 2. πλησίασμα, σίμωμα, ζύγωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”